Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεροθάλαμος οι αεροθάλαμοι
      γενική του αεροθαλάμου
αεροθάλαμου
των αεροθαλάμων
    αιτιατική τον αεροθάλαμο τους αεροθαλάμους
αεροθάλαμους
     κλητική αεροθάλαμε αεροθάλαμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροθάλαμος < αερο- + θάλαμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chambre à air

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροθάλαμος αρσενικό

  1. σφαιρικό ή κυλινδρικό αντικείμενο με περίβλημα από καουτσούκ που μπορεί να γεμίσει με αέρα· τοποθετείται στο εσωτερικό μιας μπάλας ή ενός τροχού και όταν είναι σωστά φουσκωμένος προσδίδει σ' αυτά τα αντικείμενα το τελικό τους σχήμα και τα καθιστά λειτουργικά
     συνώνυμα: σαμπρέλα
  2. οποιοσδήποτε χώρος συσκευής ή άλλου αντικειμένου μπορεί να γεμίσει με αέρα
    το τάδε φάρμακο για το άσθμα χορηγείται με τη χρήση ενός κυλινδρικού αεροθαλάμου με μάσκα που προσαρμόζεται στο στόμα και τη μύτη
    Η νωπότητα του αυγού διαπιστώνεται από το μέγεθος του αεροθαλάμου του. Τα φρέσκα αυγά έχουν πολύ μικρό θάλαμο. (από τον επίσημο ιστοχώρο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Καταστημάτων Εστίασης & Διασκέδασης)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία