αεροθάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεροθάλαμος < αερο- + θάλαμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chambre à air
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροθάλαμος αρσενικό
- σφαιρικό ή κυλινδρικό αντικείμενο με περίβλημα από καουτσούκ που μπορεί να γεμίσει με αέρα· τοποθετείται στο εσωτερικό μιας μπάλας ή ενός τροχού και όταν είναι σωστά φουσκωμένος προσδίδει σ' αυτά τα αντικείμενα το τελικό τους σχήμα και τα καθιστά λειτουργικά
- οποιοσδήποτε χώρος συσκευής ή άλλου αντικειμένου μπορεί να γεμίσει με αέρα
- το τάδε φάρμακο για το άσθμα χορηγείται με τη χρήση ενός κυλινδρικού αεροθαλάμου με μάσκα που προσαρμόζεται στο στόμα και τη μύτη
- Η νωπότητα του αυγού διαπιστώνεται από το μέγεθος του αεροθαλάμου του. Τα φρέσκα αυγά έχουν πολύ μικρό θάλαμο. (από τον επίσημο ιστοχώρο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Καταστημάτων Εστίασης & Διασκέδασης)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αεροθάλαμος τροχού-μπάλας
→ δείτε τη λέξη σαμπρέλα |