Ετυμολογία

επεξεργασία
chambre à air → δείτε τις λέξεις chambre, à και air
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
νέα ελληνικά: σαμπρέλα
νέα ελληνικά: αεροθάλαμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃɑ̃b.ʁ‿a ɛʁ/
 
ομόηχο: chambres à air

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chambre à air (fr) θηλυκό (πληθυντικός: chambres à air)

  • chambre, chambre à air - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online