Δείτε επίσης: αἰτιότητα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιτιότητα οι αιτιότητες
      γενική της αιτιότητας των αιτιοτήτων
    αιτιατική την αιτιότητα τις αιτιότητες
     κλητική αιτιότητα αιτιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.tiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιτιότητα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιτιότητα θηλυκό

  1. η σχέση που συνδέει την αιτία με το αποτέλεσμα
  2. (φιλοσοφία, λογική) το αξίωμα ότι είναι αδύνατο να έχουμε αποτέλεσμα χωρίς να υπάρχει αίτιο

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη αιτία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αιτιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αιτιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. αιτιότητα -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας