αιτιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτιότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα αἰτι(ότης) (μαρτυρείται από το 1834) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική causalité. [1] Δείτε και το μεσαιωνικό αἰτιότης.[2] ή ελληνιστικό [3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.tiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιτιότητα θηλυκό
- η σχέση που συνδέει την αιτία με το αποτέλεσμα
- (φιλοσοφία, λογική) το αξίωμα ότι είναι αδύνατο να έχουμε αποτέλεσμα χωρίς να υπάρχει αίτιο
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αιτία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ αιτιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ αιτιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ αιτιότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας