αεράγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεράγημα < αερ- + ἄγημα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική troupe aéroportée[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεράγημα ουδέτερο
- στρατιωτικός όρος, αεροπορικός όρος άγημα που μεταφέρεται με αεροπορικό μέσο {αεροπλάνο ή ελικόπτερο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεράγημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αεράγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας