ακομπλεξάριστος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακομπλεξάριστος < α- στερητικό + κομπλεξάρω, κομπλεξαρισ- + -τος & απόδοση για τη γαλλική décomplexé [1] → δείτε και τη λέξη κόμπλεξ
Επίθετο
ακομπλεξάριστος
Συγγενικά
- ακομπλεξάριστα
- → δείτε τη λέξη κόμπλεξ
Μεταφράσεις
ακομπλεξάριστος
Αναφορές
- ↑ ακομπλεξάριστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)