↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακομπλεξάριστος η ακομπλεξάριστη το ακομπλεξάριστο
      γενική του ακομπλεξάριστου της ακομπλεξάριστης του ακομπλεξάριστου
    αιτιατική τον ακομπλεξάριστο την ακομπλεξάριστη το ακομπλεξάριστο
     κλητική ακομπλεξάριστε ακομπλεξάριστη ακομπλεξάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακομπλεξάριστοι οι ακομπλεξάριστες τα ακομπλεξάριστα
      γενική των ακομπλεξάριστων των ακομπλεξάριστων των ακομπλεξάριστων
    αιτιατική τους ακομπλεξάριστους τις ακομπλεξάριστες τα ακομπλεξάριστα
     κλητική ακομπλεξάριστοι ακομπλεξάριστες ακομπλεξάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακομπλεξάριστος < α- στερητικό + κομπλεξάρω, κομπλεξαρισ- + -τος & απόδοση για τη γαλλική décomplexé [1] → δείτε και τη λέξη κόμπλεξ

  Επίθετο

επεξεργασία

ακομπλεξάριστος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ακομπλεξάριστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)