ακομπλεξάριστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακομπλεξάριστα < ακομπλεξάριστος + -α < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική complex < γερμανική Komplex < λατινική complexus < complector < plecto < πρωτοϊταλική *plektō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ- (πλέκω)
Επίρρημα
επεξεργασίαακομπλεξάριστα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακομπλεξάριστα
|