Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομπλεξάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομπλεξάρω
<
κόμπλεξ
+
-άρω
Ρήμα
επεξεργασία
κομπλεξάρω
δημιουργώ
σε κάποιον
κόμπλεξ
ή τον
κάνω
να
αισθανθεί
ανάλογα
Συγγενικά
επεξεργασία
κομπλεξαρισμένος
→
δείτε
τη λέξη
κόμπλεξ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομπλεξάρω