Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομπλεξικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κομπλεξικ
ός
η
κομπλεξικ
ή
&
κομπλεξικ
ιά
το
κομπλεξικ
ό
γενική
του
κομπλεξικ
ού
της
κομπλεξικ
ής
&
κομπλεξικ
ιάς
του
κομπλεξικ
ού
αιτιατική
τον
κομπλεξικ
ό
την
κομπλεξικ
ή
&
κομπλεξικ
ιά
το
κομπλεξικ
ό
κλητική
κομπλεξικ
έ
κομπλεξικ
ή
&
κομπλεξικ
ιά
κομπλεξικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κομπλεξικ
οί
οι
κομπλεξικ
ές
τα
κομπλεξικ
ά
γενική
των
κομπλεξικ
ών
των
κομπλεξικ
ών
των
κομπλεξικ
ών
αιτιατική
τους
κομπλεξικ
ούς
τις
κομπλεξικ
ές
τα
κομπλεξικ
ά
κλητική
κομπλεξικ
οί
κομπλεξικ
ές
κομπλεξικ
ά
Κατηγορία
όπως «
θηλυκός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομπλεξικός
<
κόμπλεξ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κομπλεξικός, -ή / -ιά, -ό
(
ψυχολογία
) που αισθάνεται
κόμπλεξ
ή
μειονεκτικά
και φέρεται
ανάλογα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κόμπλεξ
και
πλέκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομπλεξικός
γαλλικά
:
complexé
(fr)