ακαζού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαζού < (λόγιο δάνειο) γαλλική acajou < πορτογαλική acaju < τούπι acaju (μαόνι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακαζού ουδέτερο άκλιτο
- το ξύλο του δέντρου μαόνι, που έχει μια κάπως κοκκινωπή απόχρωση
- (χρώμα) το κάπως κοκκινωπό ή καφετί χρώμα, όπως αυτό που έχει το δέντρο μαόνι
ακαζού (χρώμα):
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ακαζού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- [{Π:Γεωργακάς}}