μαόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαόνι | τα | μαόνια |
γενική | του | μαονιού | των | μαονιών |
αιτιατική | το | μαόνι | τα | μαόνια |
κλητική | μαόνι | μαόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαόνι < γαλλικό mahogani < ίσως από το "'m'oganwo" (λέξη αφρικανική για δέντρα της Σενεγάλης παρεμφερούς χρώματος με του μαονιού και η οποία πιθανόν ως λέξη "βάφτισε" το αμερικανικό μαόνι όταν οι αφρικανοί δούλοι μεταφέρθηκαν στη Τζαμάικα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαόνι ουδέτερο
- το ερυθρωπό, ιδιαίτερα ανθεκτικό ξύλο των δέντρων του είδους Swietenia (3 είδη) της οικογένειας των Μελιίδων που το χρώμα του βαθαίνει σε καστανοκόκκινο με το πέρασμα του χρόνου -αυθεντικού μαονιού θεωρουμένου εκείνου της πλατύφυλλης μελιίδας της Ονδούρας (λέγεται και "μαόνι Ονδούρας"), όμως υπάρχει και ο όρος γενικά "αμερικανικό μαόνι"
- ξύλο που μοιάζει με το πρώτο μαόνι που κυκλοφόρησε στην ευρωπαϊκή και αμερικανική αγορά, όμως προέρχεται από άλλα δέντρα, π.χ. "αφρικανικό μαόνι" (από μελιίδα, όμως άλλου ειδους, την Khaya), μαόνι Κούβας, μαόνι από κεδρέλη, μελία και από άλλα δέντρα που μερικά από αυτά δεν ανήκουν στην οικογένεια των Μελιίδων.
Συνώνυμα
επεξεργασία- σουιετενία
- ανακάρδιον
- ἀκάϊον και ακαγιού και ακαζού (παρωχημένες αποδόσεις της καθαρεύουσας για το γαλλική ονομασία του ξύλου, το acajou)
- μαγαγκόνι (παρωχημένο, προσπάθεια του 19ου αιώνου να αποδοθεί στα ελληνικά το mahogany)