αισθησιοκρατία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αισθησιοκρατία | οι | αισθησιοκρατίες |
γενική | της | αισθησιοκρατίας | των | αισθησιοκρατιών |
αιτιατική | την | αισθησιοκρατία | τις | αισθησιοκρατίες |
κλητική | αισθησιοκρατία | αισθησιοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αισθησιοκρατία < αίσθηση + -κρατία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αισθησιοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) η αισθησιαρχία, φιλοσοφικό ρεύμα που δέχεται ότι είναι πραγματικό μόνον ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις και ότι ο νους μπορεί να επεξεργαστεί μόνον ό,τι έχει γίνει κάποια στιγμή στο παρελθόν αντικείμενο κάποιας από τις αισθήσεις
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αισθησιοκρατία