Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθησιοκρατία οι αισθησιοκρατίες
      γενική της αισθησιοκρατίας των αισθησιοκρατιών
    αιτιατική την αισθησιοκρατία τις αισθησιοκρατίες
     κλητική αισθησιοκρατία αισθησιοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθησιοκρατία < αἴσθησις + -ο- + -κρατία, απόδοση για τη γαλλική sensualisme

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.sθi.si.o.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σθη‐σι‐ο‐κρα‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισθησιοκρατία θηλυκό

  • (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα που δέχεται ότι είναι πραγματικό μόνον ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις και ότι ο νους μπορεί να επεξεργαστεί μόνον ό,τι έχει γίνει κάποια στιγμή στο παρελθόν αντικείμενο κάποιας από τις αισθήσεις
     συνώνυμα: αισθησιαρχία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία