αισθησιοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αισθησιοκρατία | οι | αισθησιοκρατίες |
γενική | της | αισθησιοκρατίας | των | αισθησιοκρατιών |
αιτιατική | την | αισθησιοκρατία | τις | αισθησιοκρατίες |
κλητική | αισθησιοκρατία | αισθησιοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αισθησιοκρατία < αἴσθησις + -ο- + -κρατία, απόδοση για τη γαλλική sensualisme
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.sθi.si.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθη‐σι‐ο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αισθησιοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα που δέχεται ότι είναι πραγματικό μόνον ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις και ότι ο νους μπορεί να επεξεργαστεί μόνον ό,τι έχει γίνει κάποια στιγμή στο παρελθόν αντικείμενο κάποιας από τις αισθήσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
αισθησιοκρατία
Πηγές επεξεργασία
- αισθησιοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.