Ετυμολογία

επεξεργασία
sensationalism < sensational + -ism

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sensationalism (en)

  1. η αισθησιοκρατία, η αισθησιαρχία
  2. (στη δημοσιογραφία) ο εντυπωσιασμός, ο κιτρινισμός → δείτε τον όρο κίτρινος τύπος