sensationalism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sensationalism < sensational + -ism
Ουσιαστικό επεξεργασία
sensationalism (en)
- η αισθησιοκρατία, η αισθησιαρχία
- (στη δημοσιογραφία) ο εντυπωσιασμός, ο κιτρινισμός → δείτε τον όρο κίτρινος τύπος