sensationalism
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sensationalism < sensational + -ism
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsensationalism (en)
- (μη μετρήσιμο, κακόσημο) ο κιτρινισμός, ο εντυπωσιασμός στη δημοσιογραφία
- ⮡ The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
- ⮡ Publications with shady goals and blatant sensationalism keep on slinging mud.
- Έντυπα με σκοτεινούς στόχους και κατάφωρο κιτρινισμό εξακολουθούν να λασπολογούν.
- → δείτε τον όρο κίτρινος τύπος
- ⮡ The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- (φιλοσοφία) η αισθησιοκρατία, η αισθησιαρχία