↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθησιαρχία οι αισθησιαρχίες
      γενική της αισθησιαρχίας των αισθησιαρχιών
    αιτιατική την αισθησιαρχία τις αισθησιαρχίες
     κλητική αισθησιαρχία αισθησιαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αισθησιαρχία < αίσθηση, αἴσθησι(ς) + -αρχία, (απόδοση) γαλλική sensualisme[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αισθησιαρχία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία