σενσουαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σενσουαλισμός < γαλλική sensualisme < υστερολατινική sensualis < λατινική sensus < sentio
Ουσιαστικό
επεξεργασίασενσουαλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σενσουαλισμός
|
σενσουαλισμός αρσενικό
|