sensualism
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαsensualism (en) από τον γαλλικό όρο sensualisme του Joseph-Marie de Gérando το 1804 < λατινικό sensatio < sensus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsensualism (en) ( & sensism & sensationalism)
sensualism (en) από τον γαλλικό όρο sensualisme του Joseph-Marie de Gérando το 1804 < λατινικό sensatio < sensus
sensualism (en) ( & sensism & sensationalism)