Ετυμολογία

επεξεργασία
αβλεπτί < αρχαία ελληνική ἀβλεπτέω / ἀβλεπτ(ῶ)[1][2] +
(όρος χαρτοπαιξίας) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sans voir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vleˈpti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βλε‐πτί

  Επίρρημα

επεξεργασία

αβλεπτί (τροπικό επίρρημα)

  1. (σπάνιο) χωρίς να δει κάποιος κάτι, χωρίς να το εξετάσει ή να το καλοσκεφτεί
    ※  Σε αντίθεση με τους ολλανδόφωνους φλαμανδούς Βέλγους και με όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους (ακόμα κι αυτούς που διαθέτουν ριζοσπαστικές κυβερνήσεις), οι οποίοι προσυπέγραψαν αβίαστα και αβλεπτί την ευρω-καναδική εμπορική συμφωνία Ceta, η περιοχή της Βαλλονίας έθεσε συγκεκριμένους όρους.
    Αλέξανδρος Καψύλης, Μαθήματα πολιτικής διαπραγμάτευσης από τους Βαλλόνους, Το Βήμα, 4 Νοεμβρίου 2016
  2. (σπάνιο, χαρτοπαιξία) για συνέχιση της χαρτοπαιξίας χωρίς καν να κοιτάξουμε τα χαρτιά μας ή να δούμε το ποντάρισμα των άλλων παικτών

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβλεπτίΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)