Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβλεπτί < αρχαία ελληνική ἀβλεπτέω / ἀβλεπτῶ[1] [2] + (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sans voir)

  Επίρρημα επεξεργασία

αβλεπτί

  1. (σπάνιο) χωρίς να δει κάποιος κάτι, χωρίς να το εξετάσει ή να το καλοσκεφτεί
  2. (σπάνιο, χαρτοπαιξία) για συνέχιση της χαρτοπαιξίας χωρίς καν να κοιτάξουμε τα χαρτιά μας ή να δούμε το ποντάρισμα των άλλων παικτών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. αβλεπτίΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)