Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sans voir → δείτε τις λέξεις sans και voir

  Επιρρηματική έκφραση επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
sans voir sans voir

sans voir (fr)

  • σαν βουάρ, χωρίς καν να κοιτάξω (κυρίως στο σκάκι και στο πόκερ)