Ετυμολογία

επεξεργασία
sans voir: sans (χωρίς) & voir (να κοιτάω)

  Επιρρηματική έκφραση

επεξεργασία

sans voir (fr)

  1. (χαρτοπαίγνιο) σαν βουάρ, χωρίς καν να κοιτάξω (κυρίως στο σκάκι και στο πόκερ)
    ⮡  aller / jouer / mettre sans voir[1]
  2. (κυριολεκτικά) αβλεπτί (αβλεπί / αβλεπεί)

  Αναφορές

επεξεργασία