αβλεπίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβλεπίς < ελληνιστική κοινή ἀβλεπέω / ἀβλεπῶ + -ίς
Επίρρημα επεξεργασία
αβλεπίς
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αβλεπτί
Πηγές επεξεργασία
- αβλεπίς - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβλεπίς
|