Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβλεπτέω < παρασύνθετο του ἀβλεπτος
ἀβλεπτέω και σε συναίρεση ἀβλεπτῶ
  1. δεν βλέπω, παραμελώ
  2. σφάλλομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Το ρήμα ἀβλεπτέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα (Ξενοφών "Απολογία Σωκράτους" Α' 2, 3)