Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπαβλεπτῶ < ἐπι- + ἀβλεπτῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπαβλεπτῶ
  1. συνεχίζω να μη βλέπω, συνεχίζω να παραμελώ

Αντώνυμα επεξεργασία

  1. ἐποπτεύω