Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμοδυναμικός η αιμοδυναμική το αιμοδυναμικό
      γενική του αιμοδυναμικού της αιμοδυναμικής του αιμοδυναμικού
    αιτιατική τον αιμοδυναμικό την αιμοδυναμική το αιμοδυναμικό
     κλητική αιμοδυναμικέ αιμοδυναμική αιμοδυναμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμοδυναμικοί οι αιμοδυναμικές τα αιμοδυναμικά
      γενική των αιμοδυναμικών των αιμοδυναμικών των αιμοδυναμικών
    αιτιατική τους αιμοδυναμικούς τις αιμοδυναμικές τα αιμοδυναμικά
     κλητική αιμοδυναμικοί αιμοδυναμικές αιμοδυναμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμοδυναμικός < αιμοδυναμική + -ικός < γαλλική hémodynamique (ελληνογενής γαλλικός όρος) < hémo- (< αἱμο-) + dynamique (< δυναμική) (αντιδάνειο)

  Επίθετο επεξεργασία

αιμοδυναμικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία