αγκαζέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκαζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική engagé[1]
Επίθετο επεξεργασία
αγκαζέ άκλιτο
- κρατημένος, για τον οποίο έχει γίνει κράτηση
- το τραπέζι είναι αγκαζέ
Επίρρημα επεξεργασία
αγκαζέ
- λέγεται όταν δύο άνθρωποι περπατούν με τον αγκώνα του ενός περασμένο στον αγκώνα του άλλου, αλαμπρατσέτα
- περπατούν αγκαζέ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγκαζέ
- ↑ αγκαζέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας