Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκαζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική engagé[1]

  Επίθετο επεξεργασία

αγκαζέ άκλιτο

  Επίρρημα επεξεργασία

αγκαζέ

  • λέγεται όταν δύο άνθρωποι περπατούν με τον αγκώνα του ενός περασμένο στον αγκώνα του άλλου, αλαμπρατσέτα
    περπατούν αγκαζέ

  Μεταφράσεις επεξεργασία