αγκαζέ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγκαζέ άκλιτο
- κρατημένος, για τον οποίο έχει γίνει κράτηση
- το τραπέζι είναι αγκαζέ
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αγκαζέ
- λέγεται όταν δύο άνθρωποι περπατούν με τον αγκώνα του ενός περασμένο στον αγκώνα του άλλου, αλαμπρατσέτα
- περπατούν αγκαζέ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγκαζέ