Ετυμολογία

επεξεργασία
αλαμπρατσέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική «a braccetto», υποκοριστικό του braccio (μπράτσο). Τροπή σε αλα- κατά το σχήμα άλλων ιταλικών εκφράσεων με το θηλυκό alla[1] και κατάληξη -έτα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.la.bɾaˈt͡se.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐μπρα‐τσέ‐τα

  Επίρρημα

επεξεργασία

αλαμπρατσέτα και αλαμπράτσα

  • από το μπράτσο, αγκαζέ
    ※  Πάμε μια βόλτα αλαμπρατσέτα (στίχος από το τραγούδι Ματιές του Θανάση Γκαϊφύλλια)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία