αλα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλα- < το αλά ως πρόθημα σε σύνθεση με την επόμενη λέξη.
- Παλαιότερες γραφές
- < αλά < (άμεσο δάνειο) ιταλική alla κυρίως σε εκφράσεις ιταλικής προέλευσης
- < α λα < (άμεσο δάνειο) γαλλική à la κυρίως σε εκφράσεις γαλλικής προέλευσης
Εξακολουθούν να γράφονται με το αλά και το α λα φωνητικές μεταγραφές αυτούσιων ιταλικών ή γαλλικών ειδικών όρων.
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίααλα-
- πρόθημα που σημαίνει όπως, με τον τρόπο, σε απομίμηση σε τροπικά επιρρήματα
- ξενικής προέλευσης
- αλαμπρατσέτα (ιταλικής προέλευσης)
- αλαμιλανέζα, αλαπολίτα (ιταλικής προέλευσης, γαστρονομία)
- που δηλώνουν ξενικό τρόπο
- και επέκταση σε περιστασιακές συνθέσεις με λέξεις και κύρια ονόματα που δεν έχουν ξενική προέλευση
- αλαΜήτσο, αλαπαπατρέχα, αλαΚοντορεβιθούλη
- ξενικής προέλευσης
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- α λα γκαρσόν (à la garçonne σαν αγοροκόριτσο)
- α λα μοντ (à la mode)
- α λα καρτ ή αλακάρτ ((à la carte)
Πηγές
επεξεργασία- αλα- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ἀλά» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- «αλά», «α λα» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «αλά», «α λα» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.