Προφορά

επεξεργασία
 
ενικός πληθυντικός
la les

la (fr)

  Αντωνυμία

επεξεργασία

la (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

la (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (μουσική) το λα, ο φθόγγος
  2. (μουσική) το λα, το φθογγόσημο

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



la (eo)

  • το μοναδικό άρθρο της εσπεράντο
    la viro kaj la virino, ο άντρας και η γυναίκα
    mi vidis la filmojn, είδα τα έργα



  Ετυμολογία

επεξεργασία
la < θηλυκό του el

la (es) θηλυκό

  • το θηλυκό οριστικό άρθρο, η
προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός 1ο yo me
2ο te ti
3ο αρσενικό él lo le se él
θηλυκό ella la ella
πληθυντικός 1ο αρσενικό nosotros nos nosotros
θηλυκό nosotras nosotras
2ο αρσενικό vosotros os vosotros
θηλυκό vosotras vosotras
3ο αρσενικό ellos los les se ellos
θηλυκό ellas las ellas