Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλά καρτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική à la carte[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

αλά καρτ

  1. (γαστρονομία) η επιλογή των φαγητών ενός εστιατορίου από κατάλογο (κάρτα) κι όχι η υποχρεωτική επιλογή προκαθορισμένου γεύματος.
  2. (κατ’ επέκταση) το να επιλέγει κανείς από συγκεκριμένη λίστα επιλογών
    ※  Η εμμονή στην εφαρμογή του Συντάγματος δεν αποτελεί ποτέ κενό τύπο. Ακόμη και εάν, όμως, η αναγκαιότητα προηγούμενης άρσης της βουλευτικής ασυλίας θεωρηθεί βυζαντινολογία από μερικούς, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η ανάγκη καταπολέμησης του φασισμού δεν πρέπει να οδηγεί σε αλά καρτ συνταγματική νομιμότητα. (@enet.tr)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία