Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αζτέκος οι Αζτέκοι
      γενική του Αζτέκου των Αζτέκων
    αιτιατική τον Αζτέκο τους Αζτέκους
     κλητική Αζτέκο Αζτέκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αζτέκος < γαλλική Aztèque < ισπανική azteca < κλασική νάουατλ aztecatl (λαός του Αζτλάν)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /azˈte.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αζ‐τέ‐κος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αζτέκος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)