Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από τα γερμανικά ««« « Ετυμολογία « Γερμανικά |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 658 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- Άαρ
- Άαχεν
- αβάσιμος
- Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- αγκυλωτός
- αγκύρωση
- αγοραφοβία
- αδελφός
- αδενίνη
- αιθανάλη
- αιματάλευρο
- αισθητική
- αιτιοκρατία
- ακομπλεξάριστα
- ακορντεόν
- ακτίνη
- αλανίνη
- αλγολαγνεία
- αλεμανικά
- αλεξιθυμία
- αλκάνιο
- αλλεργία
- αλληλοπάθεια
- άλμα επί κοντώ
- αλόη
- αλπακάς
- αλτ
- Αμαλία
- αμάρτυρος
- Αμβούργο
- αμεταχείριστος
- αναπληρωματική έκταση
- αναψυκτήριο
- ανεργία
- άνεργος
- ανθοκομία
- ανθρωπισμός
- ανιδιοτέλεια
- ανιλίνη
- ανομοίωση
- Άνσλους
- αντέκταση
- αντιδάνειο
- αντίθεση
- αντιμεταβίβαση
- αντιπρύτανης
- αντιπυρίνη
- αντίτιμο
- Άξονας
- απατίτης
- αποδεσμεύω
- αποικοδομώ
- απόλυση
- απολυτήριος
- απολύω
- απομάγευση
- απομυθοποίηση
- απομυθοποιώ
- αποσκλήρυνση
- αποσκληρυντικός
- αργινίνη
- αρχαιογνωσία
- αρχέτυπο
- ασπιρίνη
- αταξικός
- άτυπος
- Αυστροουγγαρία
- αυτισμός
- αυτιστικός
- αυτοκυριαρχία
- αυτονόητος
- αυτοπυρπόληση
- αυτοσκοπός
- αυτοσυντήρηση
- αυτόφωτος
- αυτοχρηματοδότηση
- αχρονολόγητος
Β
Γ
- γαιοκτήμονας
- γαιοκτήμων
- γαλαξίας
- γαληνίτης
- γένωμα
- γερανογέφυρα
- γεφυροπλάστιγγα
- Γιουτλάνδη
- γκαιμπελικός
- γκαιμπελίσκος
- γκαουλάιτερ
- γκασταρμπάιτερ
- Γκελζενκίρχεν
- γκεστάλτ
- γκεστάπο
- γκλουβάιν
- Γκλύξμπουργκ
- Γκουντούλα
- Γλύξμπουργκ
- γλωσσογεωγραφία
- γνεύσιος
- γνωμικός αόριστος
- γνωστοποιώ
- γονότυπος
- γόρδιος δεσμός
- γραμματόσημο
- γρανάτης
- γραφένιο
- γραφίτης
- γυμνάσιο
Δ
Ε
- Εβελίνα
- εγελιανισμός
- εθνικοσοσιαλισμός
- εθνικοσοσιαλιστής
- εικονομετρία
- εισιτήριο
- ελληνισμός
- ελληνιστικός
- έμενταλ
- εμπεριστατωμένος
- έμπρακτος
- εμπροσθογεμής
- εναντιομορφία
- εναντιομορφισμός
- εναντιόμορφος
- ενδοστρέφεια
- ενδοστρεφής
- ενδοχώρα
- ένζυμο
- ενζυμολογία
- ενζυμοπάθεια
- ενοθεϊσμός
- ενόραση
- ενσυναίσθημα
- ενσυναίσθηση
- εντάξει
- εντελβάις
- εντούτοις
- εντροπία
- ένωση
- εξωπολιτικός
- εξωστρέφεια
- εξωστρεφής
- επενεργώ
- επιβαρύνω
- επιδρώ
- επινικέλωση
- επιστημολογία
- εποπτεία
- εργογραφία
- ερμηνευτικός κύκλος
- εστέρας
- ετερογονία
- ετερόκλιτος
- ευγενές αέριο
- ευρετική