Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίφωνος η δίφωνη το δίφωνο
      γενική του δίφωνου της δίφωνης του δίφωνου
    αιτιατική τον δίφωνο τη δίφωνη το δίφωνο
     κλητική δίφωνε δίφωνη δίφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίφωνοι οι δίφωνες τα δίφωνα
      γενική των δίφωνων των δίφωνων των δίφωνων
    αιτιατική τους δίφωνους τις δίφωνες τα δίφωνα
     κλητική δίφωνοι δίφωνες δίφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίφωνος < (δις) δί- + -φωνος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική zweistimmig. Διαφορετική σημασία για το ελληνιστικό δίφωνος (που μιλά δύο γλώσσες) [1]

  Επίθετο επεξεργασία

δίφωνος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δύο και φωνή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίφωνος τὸ δίφωνον
      γενική τοῦ/τῆς διφώνου τοῦ διφώνου
      δοτική τῷ/τῇ διφών τῷ διφών
    αιτιατική τὸν/τὴν δίφωνον τὸ δίφωνον
     κλητική ! δίφωνε δίφωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίφωνοι τὰ δίφων
      γενική τῶν διφώνων τῶν διφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς διφώνοις τοῖς διφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διφώνους τὰ δίφων
     κλητική ! δίφωνοι δίφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διφώνω τὼ διφώνω
      γεν-δοτ τοῖν διφώνοιν τοῖν διφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίφωνος (ελληνιστική κοινή) < (δις) δί- + -φωνος (αρχαία ελληνική φωνή)

  Επίθετο επεξεργασία

δίφωνος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία