↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουέτο τα ντουέτα
      γενική του ντουέτου των ντουέτων
    αιτιατική το ντουέτο τα ντουέτα
     κλητική ντουέτο ντουέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντουέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική duetto

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /duˈe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντου‐έ‐το

  Επίρρημα

επεξεργασία

ντουέτο

  • δυο δυο μαζί, όπως ένα ντουέτο
    ⮡  τραγουδάνε μόνο ντουέτο, ποτέ δεν τους έχω ακούσει χωριστά
 
μουσικό ντουέτο σε υπαίθρια πρόβα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντουέτο ουδέτερο

  1. (μουσική) μουσικό έργο για δύο όργανα ή δύο φωνές
  2. (μουσική, θέατρο) δύο καλλιτέχνες που εμφανίζονται μαζί (συχνά άντρας και γυναίκα) σε παράσταση
    ⮡  το ντουέτο των αδελφών X είχε μεγάλη επιτυχία στην επιθεώρηση
  3. (ειρωνικό) για ανθρώπους που εμφανίζονται συνεχώς μαζί, ή για ερωτικό ζευγάρι
    ⮡  Θέλεις να καλέσεις τη Μαρία στο πάρτι; Θα πρέπει να καλέσεις και την κολλητή της. Είναι ντουέτο αυτές οι δυο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

για τη μουσική:

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία