ντούμπλεξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdu.bleks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντού‐μπλεξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντούμπλεξ ουδέτερο άκλιτο
- τηλεφωνικό ή τηλεπικοινωνιακό σύστημα που λειτουργεί ταυτόχρονα με δύο συσκευές
- ντουμπλ φας
- (οικείο) διπλός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντούμπλεξ
|