Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντούπλεξ < γαλλική duplex < λατινική duplex < duo + plico

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdu.pleks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντού‐πλεξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντούπλεξ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία