δίγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίγλωσσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίγλωσσος. Μορφολογικά αναλύεται σε δί-((< {{λ|δίς|grc) + -γλωσσος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.ɣlo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐γλωσ‐σος
Επίθετο επεξεργασία
δίγλωσσος, -η, -ο
- που μεταχειρίζεται δύο μητρικές γλώσσες
- που έχει γραφτεί σε δύο γλώσσες
- (κακόσημο) που διατυπώνει διαφορετικές απόψεις ανάλογα με την περίσταση
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δίγλωσσος
|
Πηγές επεξεργασία
- δίγλωσσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δίγλωσσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίγλωσσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.