Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίγλωσσος η δίγλωσση το δίγλωσσο
      γενική του δίγλωσσου της δίγλωσσης του δίγλωσσου
    αιτιατική τον δίγλωσσο τη δίγλωσση το δίγλωσσο
     κλητική δίγλωσσε δίγλωσση δίγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίγλωσσοι οι δίγλωσσες τα δίγλωσσα
      γενική των δίγλωσσων των δίγλωσσων των δίγλωσσων
    αιτιατική τους δίγλωσσους τις δίγλωσσες τα δίγλωσσα
     κλητική δίγλωσσοι δίγλωσσες δίγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίγλωσσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίγλωσσος. Μορφολογικά αναλύεται σε δί-((< {{λ|δίς|grc) + -γλωσσος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.ɣlo.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐γλωσ‐σος

  Επίθετο επεξεργασία

δίγλωσσος, -η, -ο

  1. που μεταχειρίζεται δύο μητρικές γλώσσες
     αντώνυμα: μονόγλωσσος
  2. που έχει γραφτεί σε δύο γλώσσες
  3. (κακόσημο) που διατυπώνει διαφορετικές απόψεις ανάλογα με την περίσταση
     συνώνυμα: υποκριτής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίγλωσσος τὸ δίγλωσσον
      γενική τοῦ/τῆς διγλώσσου τοῦ διγλώσσου
      δοτική τῷ/τῇ διγλώσσ τῷ διγλώσσ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίγλωσσον τὸ δίγλωσσον
     κλητική ! δίγλωσσε δίγλωσσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίγλωσσοι τὰ δίγλωσσ
      γενική τῶν διγλώσσων τῶν διγλώσσων
      δοτική τοῖς/ταῖς διγλώσσοις τοῖς διγλώσσοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διγλώσσους τὰ δίγλωσσ
     κλητική ! δίγλωσσοι δίγλωσσ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διγλώσσω τὼ διγλώσσω
      γεν-δοτ τοῖν διγλώσσοιν τοῖν διγλώσσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίγλωσσος < δί-((< {{λ|δίς|grc) + -γλωσσος

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία