dulingva
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dulingva | dulingvaj |
αιτιατική | dulingvan | dulingvajn |
dulingva (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dulingva | dulingvaj |
αιτιατική | dulingvan | dulingvajn |
dulingva (eo)