Ετυμολογία

επεξεργασία
bilingue < λατινική bilinguis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bi.lɛ̃ɡ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bilingue bilingues

bilingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία