↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόγλωσσος η μονόγλωσση το μονόγλωσσο
      γενική του μονόγλωσσου της μονόγλωσσης του μονόγλωσσου
    αιτιατική τον μονόγλωσσο τη μονόγλωσση το μονόγλωσσο
     κλητική μονόγλωσσε μονόγλωσση μονόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόγλωσσοι οι μονόγλωσσες τα μονόγλωσσα
      γενική των μονόγλωσσων των μονόγλωσσων των μονόγλωσσων
    αιτιατική τους μονόγλωσσους τις μονόγλωσσες τα μονόγλωσσα
     κλητική μονόγλωσσοι μονόγλωσσες μονόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονόγλωσσος < μονο- + -γλωσσος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /moˈno.ɣlo.sos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /moˈno.ɣlo.si/ θηλυκό
ΔΦΑ : /moˈno.ɣlo.so/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

μονόγλωσσος, -η, -ο

  1. που είναι γραμμένο σε μία γλώσσα
    αυτό το λεξικό είναι μονόγλωσσο
  2. άτομο που ομιλεί μόνο μία γλώσσα
    μονόγλωσσα παιδιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία