μονόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόγλωσσος < μονο- + -γλωσσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.ɣlo.sos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /moˈno.ɣlo.si/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /moˈno.ɣlo.so/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμονόγλωσσος, -η, -ο
- που είναι γραμμένο σε μία γλώσσα
- αυτό το λεξικό είναι μονόγλωσσο
- άτομο που ομιλεί μόνο μία γλώσσα
- μονόγλωσσα παιδιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόγλωσσος