Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /y.ni.lɛ̃ɡ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
unilingue unilingues

unilingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία