monolingue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.lɛ̃ɡ/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
monolingue | monolingues |
monolingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
monolingue | monolingues |
monolingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό