ενζυμοπάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενζυμοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enzymopathy < γερμανική Εnzym < αρχαία ελληνική ἔν + ζύμη + πάσχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενζυμοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) νόσος από την έλλειψη ή την κακή λειτουργία ενός ενζύμου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενζυμοπάθεια