εναντιόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναντιόμορφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική enantiomorph < αρχαία ελληνική ἐναντίος + μορφή
Επίθετο
επεξεργασίαεναντιόμορφος
- που χαρακτηρίζεται από εναντιομορφισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εναντιομορφισμός, ενάντιος και μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία εναντιόμορφος