Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυστροουγγαρία οι Αυστροουγγαρίες
      γενική της Αυστροουγγαρίας των (Αυστροουγγαριών)
    αιτιατική την Αυστροουγγαρία τις Αυστροουγγαρίες
     κλητική Αυστροουγγαρία Αυστροουγγαρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυστροουγγαρία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Österreich-Ungarn < Österreich (Αυστρία) + Ungarn (Ουγγαρία)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυστροουγγαρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία