Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυστρία οι Αυστρίες
      γενική της Αυστρίας των (Αυστριών)
    αιτιατική την Αυστρία τις Αυστρίες
     κλητική Αυστρία Αυστρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η σημαία της Αυστρίας
 
Η θέση της Αυστρίας στην Ευρώπη.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Αυστρία < νεολατινική Austria < παλαιά άνω γερμανική Ostarrichi < Osten (ανατολή) + rîchi (βασίλειο) (μαρτυρείται από το 1728)[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /afˈstɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐στρί‐α

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Αυστρία θηλυκό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)