Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τεργέστη
      γενική της Τεργέστης
    αιτιατική την Τεργέστη
     κλητική Τεργέστη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τεργέστη < λατινική Tergeste[1] (ιταλική Trieste)[1] *Tergitio (αγορά, παζάρι)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τεργέστη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)