Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βιέννη οι Βιέννες
      γενική της Βιέννης
    αιτιατική τη Βιέννη τις Βιέννες
     κλητική Βιέννη Βιέννες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βιέννη < (άμεσο δάνειο) ιταλική Vienna < πιθανόν από τη λατινική Vindobona < κελτικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βιέννη θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία