Δείτε επίσης: Αυστριακός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυστριακός η αυστριακή το αυστριακό
      γενική του αυστριακού της αυστριακής του αυστριακού
    αιτιατική τον αυστριακό την αυστριακή το αυστριακό
     κλητική αυστριακέ αυστριακή αυστριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυστριακοί οι αυστριακές τα αυστριακά
      γενική των αυστριακών των αυστριακών των αυστριακών
    αιτιατική τους αυστριακούς τις αυστριακές τα αυστριακά
     κλητική αυστριακοί αυστριακές αυστριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυστριακός < Αυστριακός < Αυστρί(α) + -ακός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.stɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐στρι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αυστριακός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία