Δείτε επίσης: Ἀούστρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αούστρια οι Αούστριες
      γενική της Αούστριας των (Αουστριών)
    αιτιατική την Αούστρια τις Αούστριες
     κλητική Αούστρια Αούστριες
Και γενική ενικού «της Αουστρίας» όπως αν Αουστρία.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αούστρια < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Austria → δείτε τη λέξη Αυστρία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈu.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ού‐στρι‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αούστρια θηλυκό

  1. (παρωχημένο) (ιστορική χώρα) η ΑυστρίαΑυστριακή Αυτοκρατορία) σε παλαιότερη γραφή· ιστορική χώρα της Ευρώπης
    ※  […] Καθηγητοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουϛ​ρίας […]
    από τα στοιχεία έκδοσης του βιβλίου Βίος Θεμιστοκλέους τοῦ Ἀθηναίου. Συλλεχθεὶς ἐκ πολλῶν Συγγραφέων, καὶ παραφρασθεὶς εἰς τὴν ἁπλουςέραν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν. Βιέννη, 1819. διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη· πρόσβαση: 2020-06-26.
  2. (αθλητισμός) ο αυστριακός ποδοσφαιρικός σύλλογος Αούστρια Βιέννης (γερμανικά Austria Wien)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία