ανιλίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανιλίνη | οι | ανιλίνες |
γενική | της | ανιλίνης | των | ανιλινών |
αιτιατική | την | ανιλίνη | τις | ανιλίνες |
κλητική | ανιλίνη | ανιλίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανιλίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική aniline < γερμανική Anilin < πορτογαλική anil (λουλακί) + -in (-ίνη) < αραβική نيل (nīl) < περσική نیل (nīl, λουλακί) < σανσκριτική नीला (βαθύ μπλε)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.niˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐λί‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανιλίνη θηλυκό
- (χημική ένωση) οργανική ένωση (C6H5NH2 ή PhNH2) που αποτελείται από μια φαινυλομάδα που είναι ενωμένη με μια αμινομάδα και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή χρωμάτων
- ※ Σήμερα, η παγκόσμια παραγωγή ανιλίνης φθάνει τα πέντε εκατομμύρια τόνους και εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 6,2 εκατομμύρια το 2015 με κύρια χώρα παραγωγής την Κίνα (περίπου το 30% της παγκόσμιας παραγωγής). Το κόστος της κυμαίνεται από 0,6 έως 1,4 ευρώ/kg ανάλογα με την καθαρότητα και την προέλευσή της. (* chem.uoa.gr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανιλίνη στη Βικιπαίδεια