Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλτ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επιφώνημα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλτ
< (
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
halte
<
γερμανική
halten
(
σταματώ
) <
πρωτογερμανική
*
haldaną
Επιφώνημα
επεξεργασία
αλτ!
(
γυμναστική
,
στρατιωτικός όρος
)
διαταγή
για
σταμάτημα
Συνώνυμα
επεξεργασία
στοπ
στάσου
σταμάτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλτ
αγγλικά
:
halt
(en)
,
stop
(en)
γαλλικά
:
halte
(fr)
γερμανικά
:
anhalten
(de)
,
stoppen
(de)
,
rasten
(de)