Άαρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Άαρ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Aar
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.aɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐αρ
Μεταγραφή επεξεργασία
Άαρ αρσενικό άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Άαρ στη Βικιπαίδεια