απατίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απατίτης | οι | απατίτες |
γενική | του | απατίτη | των | απατιτών |
αιτιατική | τον | απατίτη | τους | απατίτες |
κλητική | απατίτη | απατίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απατίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική apatite < γερμανική Apatit (ονομασία που δόθηκε στο ορυκτό το 1786 από τον γερμανό γεωλόγο Abraham Gottlob Werner) < αρχαία ελληνική ἀπάτη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπατίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) φωσφορικό ορυκτό του ασβεστίου
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- απατίτης στη Βικιπαίδεια